Σάββατο 5 Απριλίου 2025

Ρήμα λύω, λύομαι Αρχαία ελληνικά

 

Κλίση του ρήματος λύ-ω, λύομαι





ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
Ε
Ν
Ε
Σ
Τ
Ω
λύ-ω
λύ-εις
λύ-ει
λύ-ομεν
λύ-ετε
λύ-ουσι(ν)

λύ-ω
λύ-ῃς
λύ-ῃ
λύ-ωμεν
λύ-ητε
λύ-ωσι(ν)
λύ-οιμι
λύ-οις
λύ-οι
λύ-οιμεν
λύ-οιτε
λύ-οιεν
-
λῦ-ε
λυ-έτω
-
λύ-ετε
λυ-όντων / λυ-έτωσαν



λύ-ειν

λύ-ων
λύ-ουσα
λῦ-ον
Π
Α
Ρ
Α
Τ
Α
Τ

ἔ-λυ-ον
ἔ-λυ-ες
ἔ-λυ-ε
ἐ-λύ-ομεν
ἐ-λύ-ετε
-λυ-ον






Μ
Ε
Λ
Λ
Ο
Ν
Τ
λύ-σω
λύ-σεις
λύ-σει
λύ-σομεν
λύ-σετε
λύ-σουσι(ν


λύ-σοιμι
λύ-σοις
λύ-σοι
λύ-σοιμεν
λύ-σοιτε
λύ-σοιεν




λύ-σειν


λύ-σων
λύ-σουσα
λ-σον
Α
Ο
Ρ
Ι
Σ
Τ

ἔ-λυ-σα
ἔ-λυ-σας
ἔ-λυ-σε(ν)
ἐ-λύ-σαμεν
ἐ-λύ-σατε
ἔ-λυ-σαν
λύ-σω
λύ-σῃς
λύ-σῃ
λύ-σωμεν
λύ-σητε
λύ-σωσι(ν)
λύ-σαιμι
λύ-σαις
λύ-σαι
λύ-σαιμεν
λύ-σαιτε
λύ-σαιεν
-
λῦ-σον
λυ-σάτω
-
λύ-σατε
λυ-σάντων
/ λυ-σάτωσαν



λῦ-σαι

λύ-σας
λύ-σασα
λῦ-σαν
Π
Α
Ρ
Α
Κ
Ε
Ι
λέ-λυ-κα
λέ-λυ-κας
λέ-λυ-κε
λε-λύ-καμεν
λε-λύ-κατε
 λε-λύκασι(ν)

λελυκὼς ὦ
λελυκὼς ᾖς
λελυκὼς ᾖ
λελυκότες ὦμεν λελυκότες ἦτε
λελυκότες ὦσι(ν)
λελυκὼς εἴην
λελυκὼς εἴης
λελυκὼς εἴη λελυκότεςεἴημεν/εἶμεν λελυκότες εἴητε/εἶτε λελυκοτες εἴησαν/εἶεν
-
λελυκὼς ἴσθι λελυκὼς ἔστω
λελυκότεςἔστε λελυκότες ἔστων


λε-λυ-κέναι

λε-λυ-κὼς
λε-λυ-κυῖα
λε-λυ-κὸς
Υ
Π
Ε
Ρ
Σ
ἐ-λε-λύ-κειν
ἐ-λε-λύ-κεις
ἐ-λε-λύ-κει
ἐ-λε-λύ-κεμεν
ἐ-λε-λύ-κετε
ἐ-λε-λύκεσαν









Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

Αόριστος β΄ Αρχαία Ελληνικά (θεωρία, ασκήσεις)



Αόριστος β΄ Αρχαία Ελληνικά (θεωρία, ασκήσεις)



 Πολλά ρήματα σχηματίζουν τον ενεργητικό και μέσο αόριστο από το θέμα με τις καταλήξεις του  παρατατικού στην οριστική και του αντίστοιχου ενεστώτα στις άλλες εγκλίσεις (καθώς και στο απαρέμφατο και τη μετοχή). Ο αόριστος αυτός λέγεται (ενεργητικός ή μέσος) αόριστος δεύτερος. 

Π.χ. βάλλω, ενεργ. αόρ. β΄ ἔ-βαλ-ον, ἔ-βαλ-ες, ἔ-βαλ-ε κτλ., μέσ. αόρ. β΄ ἐ-βαλ-όμην, (ἐ-βάλ-εσο =) ἐ-βάλ-ου, ἐ-βάλ-ετο κτλ.

ρ. βάλλω (θ. βαλ-)

 α) Ενεργητικός αόριστος β΄

Οριστική
Υποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
Απαρέμφατο
Μετοχή
ἔ-βαλ-ον
ἔ-βαλ-ες
ἔ-βαλ-ε
ἐ-βάλ-ομεν
ἐ-βάλ-ετε
ἔ-βαλ-ον

βάλ-ω
βάλ-ῃς
βάλ-ῃ
βάλ-ωμεν
βάλ-ητε
βάλ-ωσι(ν)

βάλ-οιμι
βάλ-οις
βάλ-οι
βάλ-οιμεν
βάλ-οιτε
βάλ-οιεν

βάλ-ε
βαλ-έτω
βάλ-ετε
βαλ-όντων


βαλ-εῖν



βαλ-ὼν
βαλ-οῦσα
βαλ-ὸν


Ρήμα λύω, λύομαι Αρχαία ελληνικά

  Κλίση του ρήματος λύ-ω, λύομαι ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΜΕΤΟΧΗ Ε Ν Ε Σ Τ Ω λύ-ω λύ-εις λύ-ει λύ-ομεν λύ-ετε λύ-ο...